- διήμερος
- -η, -ο1. αυτός που έχει διάρκεια δύο ημερών: Πήγαν διήμερη εκδρομή με το σχολείο.2. το ουδ. ως ουσ., διήμερο διάστημα δύο ημερών: Περάσαμε το διήμερο κάνοντας σκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.